πνίγομαι

πνίγομαι
πνί̱γομαι , πνίγω
choke
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πνίγομαι — πνίγομαι, πνίγηκα, πνιγμένος βλ. πίν. 199 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αγκουσιάζω — [αγκουσιά] έχω δύσπνοια, ασθμαίνω, πνίγομαι από μεγάλο καύσωνα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • ασφυκτιώ — 1. αισθάνομαι πνιγμονή, πιάνεται η αναπνοή μου 2. αγωνιώ ή στενοχωριέμαι υπερβολικά, πνίγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσφυκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • επαποπνίγω — ἐπαποπνίγω (Α) 1. πνίγω επί πλέον, πνίγω για κάτι 2. μέσ. ἐπαποπνίγομαι πνίγομαι, αποπνίγομαι («ἐσθίων άποπνιγείης» είθε να πνιγείς τρώγοντας) …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοπνίγω — 1. πνίγω κάποιον στη θάλασσα 2. μέσ. θαλασσοπνίνομαι·α) πνίγομαι στη θάλασσα ή κινδυνεύω να πνιγώ από τρικυμία ή υποφέρω παλεύοντας με τα κύματα β) υφίσταμαι ταλαιπωρίες στη ζωή μου («θαλασσοπνίγεται για να θρέψει τα παιδιά του») 3. (μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • πελαγώνω — πελαγῶ, όω, ΝΜΑ [πέλαγος] νεοελλ. 1. πλέω στο πέλαγος, πελαγοδρομώ 2. μεσ. (για τόπο) προχωρώ βαθιά μέσα στη θάλασσα 3. μτφ. συναντώ μεγάλες δυσκολίες και περιέρχομαι σε αμηχανία ή σύγχυση, δεν ξέρω τί να κάνω, τά χάνω 4. μτφ. (για εμπορικές… …   Dictionary of Greek

  • ποντώ — όω, ΜΑ [πόντος] μσν. ταξιδεύω διά θαλάσσης» αρχ. 1. βυθίζω στη θάλασσα 2. πνίγομαι 3. παθ. ποντοῦμαι, όομαι καλύπτομαι από θαλάσσια κύματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”